Στόχος μας αυτή τη φορά η μικρή Ολύτσικα (1816μ.).
Ξεκινήσαμε την ανάβαση από τους πρόποδες του Τόμαρου
Ξεκινήσαμε την ανάβαση από τους πρόποδες του Τόμαρου
γύρω στις 8 το πρωί,
από το χωριό Μαντείο στα 850 μ. περίπου.
Η ανάβαση στην αρχή είχε αρκετά ανηφορική και απότομη κλίση.
Βροχή μας έπιασε στην ανηφοριά, μα τα αδιάβροχα
(πάντα κοντά, πάντα στο σακίδιο)
βοήθησαν και αυτά για να συνεχίσουμε.
Όταν πια σταμάτησε η βροχή,
θύμιζαν τι είχε προηγηθεί.
Το μονοπάτι σε μερικά σημεία πόσο καθαρό!
Το μονοπάτι σε μερικά σημεία πόσο καθαρό!
Ρουφάς μια γερή δόση αέρα και σε γλυκαίνει τόσο αυτή η μυρωδιά του έλατου, του δάσους
Και σε άλλα σημεία φανέρωνε τη δομή του…
πέτρες,
χαλίκια,
χώμα και
ρίζες δέντρων
και συγκρατούν το έδαφος στη θέση του.
Η πρώτη στάση θα γινόταν στο εκκλησάκι της Παναγιάς.
Χρόνια πολλά εκεί πάνω,
να ξεκουράζει τους διαβάτες και
να τους δίνει δύναμη.
Φτάσαμε λοιπόν στην αγκαλιά της μετά από 2 ώρες.
Η καμπάνα ακούστηκε κάποια στιγμή, με ρυθμικό ρυθμό…
Θα φτάναμε σε λίγο.
Ένα κεράκι ανάψαμε στη χάρη της,
Ένα κεράκι ανάψαμε στη χάρη της,
μια ανάσα πήραμε.
Κουβέντες ανταλλάξαμε και φάγαμε κάτι πρόχειρο.
Έτσι για να πάρουμε δυνάμεις να συνεχίσουμε την πορεία.
Από εδώ, η επόμενη στάση θα ήταν σε κανά μισάωρο, στην βρύση. Νερό καθάριο που βγαίνει από το βουνό. Ευκαιρία να γεμίσουμε τα παγούρια, τα μπουκάλια. Παραπάνω δεν θα βρίσκαμε νερό.
Από εκεί, τραβήξαμε μέσα από μονοπάτι καλά διατηρημένο για το καταφύγιο.
Το καταφύγιο ήταν κλειστό, όμως ήταν ένας καλός σταθμός για να μαζευτούμε όλοι και να χωριστούμε πλέον σε δύο ομάδες.
Η μία ομάδα είχε τέρμα στο καταφύγιο και θα κατέβαινε στο χωριό της Δωδώνης από άλλο μονοπάτι.
Από εδώ, η επόμενη στάση θα ήταν σε κανά μισάωρο, στην βρύση. Νερό καθάριο που βγαίνει από το βουνό. Ευκαιρία να γεμίσουμε τα παγούρια, τα μπουκάλια. Παραπάνω δεν θα βρίσκαμε νερό.
Από εκεί, τραβήξαμε μέσα από μονοπάτι καλά διατηρημένο για το καταφύγιο.
Το καταφύγιο ήταν κλειστό, όμως ήταν ένας καλός σταθμός για να μαζευτούμε όλοι και να χωριστούμε πλέον σε δύο ομάδες.
Η μία ομάδα είχε τέρμα στο καταφύγιο και θα κατέβαινε στο χωριό της Δωδώνης από άλλο μονοπάτι.
Η άλλη ομάδα θα συνέχιζε για την κορυφή. Τα σκουφιά ακγάλιασαν τα κεφάλια μας, τα γάντια έντυσαν τα ακροδάχτυλα των χεριών μας και τα μπουφάν σκέπασαν τα κορμιά μας.
Όσο θα ανεβαίναμε το κρύο θα ήταν όλο και πιο τσουχτερό. Έπρεπε λοιπόν να ντυθούμε κατάλληλα. Ο αρχηγός έδωσε το στίγμα: «όλοι ξέρουμε τώρα πια τις δυνάμεις μας. Αν κάποιος νομίζει ότι δεν θα μπορέσει να συνεχίσει, καλά θα είναι να μείνει εδώ και να κατέβει με την άλλη ομάδα»
Πάνω στο βουνό ο καιρός αλλάζει γρήγορα….
Όσο ανεβαίναμε, οι πρώτες νιφάδες χιονιού ήρθαν για να συντροφεύσουν τη διαδρομή μας. Εκεί είμαστε όλοι μαζί μια ομάδα, μα είναι και ο καθένας μόνος του…
Εκεί έρχεσαι αντιμέτωπος με τον εαυτό σου, με τις δυνάμεις σου, με τα όριά σου. Εκεί μαθαίνεις, σέβεσαι, πειθαρχείς, θεριεύεις, δυναμώνεις…
Το κρύο όλο και πιο τσουχτερό, οι νιφάδες όλο και πιο πυκνές… Ο αγέρας ήρθε και αυτός με τη σειρά του, να δηλώσει και αυτός την παρουσία του.
Περπατούσα και αφουγκραζόμουνα το σφύριγμά του.
Περπατούσα και η άκρη του ματιού μου έπιασε μια τούφα μαλλιών που είχε δραπετεύσει από το σκουφί, να είναι λευκή από το χιόνι μα και παγωμένη από τον αέρα. Χαμογέλασα. Μου ήρθαν στο νου στιγμές από ταινίες που έβλεπα τους ορειβάτες εκεί πάνω στα ψηλά βουνά, με τα γένια τους κάτασπρα και κρυσταλλωμένα. Κάπως έτσι και εγώ τώρα. Η μύτη μου από ώρα διαμαρτυρόταν για το κρύο, μα είχα πάψει να της δίνω σημασία. Δεν ήταν στιγμή για να ξεμυτίσουν τα χέρια από τα μπατόν.
Τώρα έπρεπε να περπατάμε ο ένας πάνω στα χνάρια του άλλου. Το χιόνι ήταν μαλακό μα γλιστρούσε κιόλας.
Την κορυφή την πιάσαμε στις 12 και 15.
1816 υψόμετρο
-3ο C
ομίχλη
κρύο
Πάλι δεν είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε την ομορφιά του τόπου από την κορυφή.
Δεν σταθήκαμε πολύ γιατί τα σώματά μας άρχισαν να χάνουν τη θερμοκρασία τους γρήγορα. Τα πόδια άρχισαν να παγώνουν
Τα δάχτυλα των χεριών μας μούδιασαν και δεν τα αισθανόμασταν πια. Είχαμε βγάλει τα γάντια για να φάμε κάτι στα γρήγορα: ένα φρούτο, λίγες σταφίδες, λίγη σοκολάτα, να πιούμε λίγο νερό…
Η κατάβαση ξεκίνησε ένα τέταρτο αργότερα. Από άλλο μονοπάτι…
Ο ένας πίσω από τον άλλο. από κοντά. Κατεβαίνοντας, νιώσαμε να ανεβαίνει η θερμοκρασία του σώματός μας και ήταν λίγο καλύτερα.
Περάσαμε μέσα από το δάσος, από νέα έλατα και παλιά, γέρικα. Μερικά από αυτά έχοντας ολοκληρώσει πια τον κύκλο τους, άφησαν χώρο στα μικρότερα φιντάνια.
Και κάπου εκεί μου ήρθε στο νου ένα βιβλίο που διάβασα πρόσφατα. Είναι «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου, από τις εκδόσεις Εστία. Σε πολύ απλή και κατανοητή γλώσσα γραμμένο, το βιβλίο απευθύνεται σε ηλικίες από 9 χρονών περίπου και πάνω. Μιλά για την ιστορία μιας ομάδας παιδιών που ανέβηκαν πάνω στο βουνό για να περάσουν ενάμιση μήνα περίπου με την συντροφιά του. Μιλά για τις ομορφιές των βουνών, μιλά για την πειθαρχία που πρέπει να έχεις εκεί ψηλά, για το σεβασμό. Μιλά για το πώς η ψυχή θεριεύει, δυναμώνει και κυβερνά. Πώς εκεί πάνω συλλογίζεσαι αλλιώς τον εαυτό σου!
…..μου ήρθαν λοιπόν στο μυαλό μου όλα όσα περιέγραψε και μάλιστα πάρα πολύ καλά ο συγγραφέας:
μιλώντας για τους χείμαρρους που «….κυνηγά τον άνθρωπο και τον αφανίζει,
Όσο θα ανεβαίναμε το κρύο θα ήταν όλο και πιο τσουχτερό. Έπρεπε λοιπόν να ντυθούμε κατάλληλα. Ο αρχηγός έδωσε το στίγμα: «όλοι ξέρουμε τώρα πια τις δυνάμεις μας. Αν κάποιος νομίζει ότι δεν θα μπορέσει να συνεχίσει, καλά θα είναι να μείνει εδώ και να κατέβει με την άλλη ομάδα»
Πάνω στο βουνό ο καιρός αλλάζει γρήγορα….
Όσο ανεβαίναμε, οι πρώτες νιφάδες χιονιού ήρθαν για να συντροφεύσουν τη διαδρομή μας. Εκεί είμαστε όλοι μαζί μια ομάδα, μα είναι και ο καθένας μόνος του…
Εκεί έρχεσαι αντιμέτωπος με τον εαυτό σου, με τις δυνάμεις σου, με τα όριά σου. Εκεί μαθαίνεις, σέβεσαι, πειθαρχείς, θεριεύεις, δυναμώνεις…
Το κρύο όλο και πιο τσουχτερό, οι νιφάδες όλο και πιο πυκνές… Ο αγέρας ήρθε και αυτός με τη σειρά του, να δηλώσει και αυτός την παρουσία του.
Περπατούσα και αφουγκραζόμουνα το σφύριγμά του.
Περπατούσα και η άκρη του ματιού μου έπιασε μια τούφα μαλλιών που είχε δραπετεύσει από το σκουφί, να είναι λευκή από το χιόνι μα και παγωμένη από τον αέρα. Χαμογέλασα. Μου ήρθαν στο νου στιγμές από ταινίες που έβλεπα τους ορειβάτες εκεί πάνω στα ψηλά βουνά, με τα γένια τους κάτασπρα και κρυσταλλωμένα. Κάπως έτσι και εγώ τώρα. Η μύτη μου από ώρα διαμαρτυρόταν για το κρύο, μα είχα πάψει να της δίνω σημασία. Δεν ήταν στιγμή για να ξεμυτίσουν τα χέρια από τα μπατόν.
Τώρα έπρεπε να περπατάμε ο ένας πάνω στα χνάρια του άλλου. Το χιόνι ήταν μαλακό μα γλιστρούσε κιόλας.
Την κορυφή την πιάσαμε στις 12 και 15.
1816 υψόμετρο
-3ο C
ομίχλη
κρύο
Πάλι δεν είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε την ομορφιά του τόπου από την κορυφή.
Δεν σταθήκαμε πολύ γιατί τα σώματά μας άρχισαν να χάνουν τη θερμοκρασία τους γρήγορα. Τα πόδια άρχισαν να παγώνουν
Τα δάχτυλα των χεριών μας μούδιασαν και δεν τα αισθανόμασταν πια. Είχαμε βγάλει τα γάντια για να φάμε κάτι στα γρήγορα: ένα φρούτο, λίγες σταφίδες, λίγη σοκολάτα, να πιούμε λίγο νερό…
Η κατάβαση ξεκίνησε ένα τέταρτο αργότερα. Από άλλο μονοπάτι…
Ο ένας πίσω από τον άλλο. από κοντά. Κατεβαίνοντας, νιώσαμε να ανεβαίνει η θερμοκρασία του σώματός μας και ήταν λίγο καλύτερα.
Περάσαμε μέσα από το δάσος, από νέα έλατα και παλιά, γέρικα. Μερικά από αυτά έχοντας ολοκληρώσει πια τον κύκλο τους, άφησαν χώρο στα μικρότερα φιντάνια.
Και κάπου εκεί μου ήρθε στο νου ένα βιβλίο που διάβασα πρόσφατα. Είναι «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου, από τις εκδόσεις Εστία. Σε πολύ απλή και κατανοητή γλώσσα γραμμένο, το βιβλίο απευθύνεται σε ηλικίες από 9 χρονών περίπου και πάνω. Μιλά για την ιστορία μιας ομάδας παιδιών που ανέβηκαν πάνω στο βουνό για να περάσουν ενάμιση μήνα περίπου με την συντροφιά του. Μιλά για τις ομορφιές των βουνών, μιλά για την πειθαρχία που πρέπει να έχεις εκεί ψηλά, για το σεβασμό. Μιλά για το πώς η ψυχή θεριεύει, δυναμώνει και κυβερνά. Πώς εκεί πάνω συλλογίζεσαι αλλιώς τον εαυτό σου!
…..μου ήρθαν λοιπόν στο μυαλό μου όλα όσα περιέγραψε και μάλιστα πάρα πολύ καλά ο συγγραφέας:
μιλώντας για τους χείμαρρους που «….κυνηγά τον άνθρωπο και τον αφανίζει,
αυτόν και τη γενιά του. Ένας μόνο μπορεί να τα βάλει με τέτοιο θεριό.
Να ξέρατε πόση δύναμη έχει ένα δέντρο!
Αυτό με τις ρίζες του κρατεί το χώμα και τα χαλίκια σφιχτά
για να μην τα παίρνουν οι βροχές και τα πηγαίνουν στο χείμαρρο.»
μιλώντας για τα δέντρα «….όλα τα δέντρα της γής έχουν ανώμαλο σχήμα. Μα το κυπαρίσσι στους κάμπους και ο έλατος στο βουνό στέκουν ολόισια.
μιλώντας για τα δέντρα «….όλα τα δέντρα της γής έχουν ανώμαλο σχήμα. Μα το κυπαρίσσι στους κάμπους και ο έλατος στο βουνό στέκουν ολόισια.
Γίνονται κατάρτια στα καράβια.
Εδώ πάνω ο έλατος… μένει πάντα ίσιος….
Δεν καταδέχεται να φυτρώσει στα χαμηλά.
Πρέπει να ανεβούμε ψηλά για να τον απαντήσουμε….»
Και κάπου εκεί κατά τις 4 το απόγευμα φτάσαμε στο χωριό Μελιγγοί, για να συναντήσουμε και την άλλη ομάδα, να φάμε και να πιούμε κάτι
μα και για να γλεντήσουμε άλλη μια φορά
με το τουμπερλέκι που πάντα έχει μαζί του ο Πρόεδρος....
Εις το επανιδείν!
10 σχόλια:
Ζηλεύω τις ομορφιές, τις μυρουδιές και τις εικόνες σου που απλόχερα μας δίνεις! Ζηλεύω και τα πανέμορφα Γιάννενα!
Μπράβο σου! Πάντα τέτοια! Έφερες άρωμα Χριστουγέννων, ελάτου, δροσιάς…
Την καλημέρα μου Διαβάτισσα!
:)))
seizetheday
την καλημέρα μου και από εδώ!
θέλω να τα μοιραστώ όλα αυτά τα ωραία πράγματα μαζί σας, γι' αυτό και όλο αυτό το υλικό!
Φιλάκι κρητικό!
γειά σου μαριλάκι μου γλυκό...
ανταποδίδω με φιλάκι ηπειρώτικο
να σαι καλά μικρούλα μου :))
Άλλη μια πανέμορφη περιγραφή - θα με κάνεις να "πάρω" τα βουνά, μου φαίνεται!
:)))))
Κι από μένα φιλάκι, και καλημέρες!
(και σου έχω πρόσκληση, έλα να δεις)
διαβατη, "ασχημα" που περνατε εκει στην Ηπειρο :)
Οταν ξανανεβεις τοσο ψηλα, πιες και ενα τσιπουρακι και για μας!
νατασσάκι, είναι πανέμορφα τα βουνά...
ο άκης είναι ίσως λίγο μικρός ακόμα, αλλά αν θες πάρε το βιβλίο του Παπαντωνίου. οχι οτι του κάνω διαφήμιση, αλλά τα περιγράφει και αυτός τόσο μα τόσο όμορφα...
θα το δεις... θα με θυμηθείς...
όσο για την πρόσκληση, έρχομαι!!!
φιλί καληνύχτας (πια...)
a.g. καλώς τον
πολύ "άσχημα", δεν λες τίποτα :)))
όσο για το τσίπουρο, μωρέ δεν το μπορώ... δεν πίνω τέτοια δυνατά ποτά. Αν και η αλήθεια είναι οτι το ζηλεύω όταν το γεύονται και το απολαμβάνουν οι συνοδοιπόροι μου...
ξέρεις... με τα ανάλογα μεζεκλίκια :)
Eνα τσιπουρακι απο καλη ντεμπινα ειναι οτι πρεπει παντως :)
αντώνη
δεν διαφωνώ...
ζεσταίνει και "σκοτώνει και τα μικρόβια" λέει ο πατέρας μου
Δημοσίευση σχολίου