Αυτή τη φορά μια ελληνική του Βασίλη Δούβλη με τίτλο «Η επιστροφή».
Γυρισμένη πέρσι, ίσως τέτοιο καιρό, στην περιοχή των Ζαγοροχωρίων, λίγο έξω από το χωριό Ασπραγγέλους και έχοντας και μερικά πλάνα από την πόλη των Ιωαννίνων.
που έφυγε συστημένος για την Γερμανία «για ένα καλύτερο αύριο» και έχοντας σαν όνειρο την επιστροφή του στην πατρίδα και το πατρικό σπίτι, είτε από έναν Αλβανό, τον Πέτρο,
που ήρθε στην Ελλάδα με το δικό του όνειρο και αυτός, παράνομος όμως και μέσα από μονοπάτια που εκείνοι ξέρουν και φανερώνουν ο ένας τον άλλον.
Με άγγιξε ο γάμος της Αλεξάνδρας, της κόρης του Ηλία, γιατί κάπως έτσι, μέσα στο έθιμο έγινε και ο δικός μου γάμος. Με άγγιξαν τα λόγια του Ηλία περιγράφοντας τη ζωή του στη Γερμανία. Ξένος σε μια ξένη χώρα, με τους δικούς του πίσω να πονάνε που δεν τον έχουνε κοντά τους και έχοντας πάντα το όνειρο της επιστροφής. Με άγγιξε ο πόνος της Ελένης
που παντρεύτηκε για να ξεφύγει από το χωριό, που νέα γυναίκα ακόμα, γυρνώντας από την Γερμανία αποτραβιέται σε έναν έρημο τόπο, χωρίς παρέα, χωρίς κανέναν δικό της κοντά, με το παράπονο πως έκανε πράγματα για τους άλλους και όχι για εκείνη την ίδια, με την πόλη λίγο μακριά και όχι εύκολα προσβάσιμη, σύμφωνα με τα δεδομένα της ταινίας. Η λαχτάρα της να φύγει και να απολαύσει, να «ζήσει», μα με την επιστροφή να τσακίζει τα όνειρά της και να υπομένει. Με άγγιξε η νεροτριβή στο Καλπάκι, γιατί μου θύμισε πρακτικές που τις εφαρμόζαμε και εμείς κάποτε. «Να πάμε πρωί, να πάρουμε σειρά, να απλώσουμε τα φλοκωτά στα σύρματα για να στεγνώσουν». Να πλύνουμε τις κουβέρτες, τις φλοκάτες και τα λογής τσόλια που στρώνονταν στα σπίτια λίγο καιρό πριν εμφανιστούν οι μοκέτες και τα χαλιά. Να καθίσουμε πλάι στο ποτάμι κάτω από τα πλατάνια, να δροσίσουμε τα πόδια μας και να ξαπλώσουμε πάνω σε μια κουβέρτα, ώσπου να έρθει αργά το απόγευμα για να μαζέψουμε τα πλυμένα και να επιστρέψουμε στο σπίτι. Με άγγιξε ο Βοϊδομάτης με τα πεντακάθαρα νερά του. Με άγγιξε η κίνηση του Ηλία που βούτηξε στο ποτάμι για να κολυμπήσει, ενθυμούμενος τα παιδικά του χρόνια, γιατί τα παιδιά τότε – μιας και η θάλασσα ήταν μακριά – μάθαιναν να κολυμπούν και κολυμπούσαν στο ποτάμι.
Μου άρεσε, γιατί το τέλος της ταινίας παρουσίασε έναν Πέτρο μετανιωμένο για την πράξη του, ομολογώντας και αναγνωρίζοντας πως ο Ηλίας του στάθηκε σαν πατέρας. Θεωρώ ιδιαίτερα προσεγμένη την κίνηση αυτή στο σενάριο του Δούβλη.
Κλαρίνο έπαιξε ο Καψάλης, πολύ γνωστός οργανοπαίχτης για το είδος του εδώ στην περιοχή...